- ποιμαίνω
- ΝΜΑ1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνια στη βοσκή, βόσκω κοπάδια2. (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) καθοδηγώ, χειραγωγώ («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)3. μτφ. κατευθύνω, διευθύνω, διοικώ («χρὴ δὲ τὸν στρατηλάτην ὁμῶς δίκαιον ὄντα ποιμαίνειν στρατόν», Ευρ.)αρχ.1. είμαι ποιμένας, βοσκός, φυλάω ή περιποιούμαι πρόβατα2. (μέσ. ή παθ.) ποιμαίνομαι(για ποίμνια) βόσκομαι, νέμομαι3. μτφ. α) φροντίζω, περιθάλπωβ) καταπραΰνωγ) εξαπατώ, ξεγελώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ποι-μάν-jω < ποι-μήν*. Στο ρ. ποιμαίνω το επίθημα -μην τού ποιμήν εμφανίζεται στη συνεσταλμένη του βαθμίδα -μαν-].
Dictionary of Greek. 2013.